γαλήνιο

γαλήνιο
sakin, dingin, huzurlu

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Μποσκέτι Αλμπέρτι, Μαρία — (Maria Boschetti Alberti, Μοντεβιδέο 1884 – Άνιο, Τιτσίνο 1951). Ελβετίδα παιδαγωγός. Ενδιαφέρον ήταν το πείραμα της στο «γαλήνιο σχολείο» του Άνιο, όπου εφάρμοσε μία μέθοδο που επέτρεπε στους μαθητές τριπλή ελευθερία: εκλογής, ώρας και διάρκειας …   Dictionary of Greek

  • διαγαληνίζω — (Α) καθιστώ κάτι εντελώς γαλήνιο …   Dictionary of Greek

  • διθύραμβος — Αρχαίο ελληνικό χορικό άσμα με αφηγηματικό περιεχόμενο, αφιερωμένο κατά κανόνα στον Διόνυσο. Δυστυχώς, o ορισμός για τον δ. είναι γενικός, επειδή το υλικό που προσφέρεται σε κείμενα και πληροφορίες είναι πολύ αποσπασματικό. Σε κάθε περίπτωση,… …   Dictionary of Greek

  • ευδιάζω — και βδιάζω και βιδιάζω (ΑΜ εὐδιάζω) [ευδία] (για καιρό) γίνομαι αίθριος, γαληνεύω («μόλις βδιάσει θα ξεκινήσουμε») μσν. νεοελλ. απρόσ. ευδιάζει γίνεται γαλήνη αρχ. 1. κάνω κάποιον γαλήνιο, ήσυχο 2. μέσ. εὐδιάζομαι είμαι γαλήνιος, ηρεμώ …   Dictionary of Greek

  • ευδιολιμένιν — εὐδιολιμένιν, τὸ (Μ) γαλήνιο λιμάνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < εύδιος + λιμένι(ο)ν] …   Dictionary of Greek

  • ευθανασία — Όρος, ο οποίος στην αρχική έννοιά του σημαίνει ένδοξος, ωραίος, ήσυχος και φυσικός θάνατος, ο οποίος γίνεται δεκτός με πνεύμα γαλήνιο, ως μια τέλεια περάτωση της ζωής. Επίσης, ο όρος υποδηλώνει τον ανώδυνο θάνατο που προκαλείται ή επισπεύδεται με …   Dictionary of Greek

  • προκατηρεμίζω — Μ καθιστώ κάτι εντελώς ήρεμο και γαλήνιο εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κατηρεμίζω «καθησυχάζω, καταπραΰνω»] …   Dictionary of Greek

  • Αρνόλφο ντι Κάμπιο — (Arnolfo di Cambio, Κόλεντι Βαλ ντ’ Έλσα 1245 – Φλωρεντία 1302;). Ιταλός γλύπτης και αρχιτέκτονας. Ο Α. αποτελεί, μαζί με τον Νικόλα και τον Τζοβάνι Πιζάνο, την τριάδα των μεγαλύτερων γλυπτών της μεσαιωνικής Ιταλίας. Από τα πρώτα του ακόμα έργα… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Λεόν, Φράι Λουίς ντε- — (Fray Luis de Léon, Μπελμόντε ντε Κουένκα 1527 – Μαντριγκάλ 1591). Ισπανός ποιητής. Ανήκε στο τάγμα των Αυγουστινιανών και ολοκλήρωσε το μεγαλύτερο μέρος των σπουδών του στη Σαλαμάνκα, όπου αργότερα δίδαξε. Κατηγορήθηκε για παράβαση των διατάξεων …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”